Τρίτη 10 Μαρτίου 2015

ΜΝΗΜΕΙΟ ΓΙΑ ΤΟΥ ΣΥΜΙΑΚΟΥΣ ΚΑΙ ΛΟΙΠΟΥΣ ΔΥΤΕΣ ΣΤΑ ΑΝΤΙΚΥΘΗΡΑ !


Ο Αντιπεριφερειάρχης Νήσων κ. Π. Χατζηπέρος συνεπικουρούμενος από τον Δημάρχο Κυθήρων και Αντικυθήρων κ. Ευστράτιο Χαρχαλάκη, ξεκινά τη διαδικασία εκπόνησης της αρχιτεκτονικής πρότασης - μελέτης για την δημιουργία στο ακριτικό νησί των Αντικυθήρων ενός μνημείου παγκόσμιου συμβολισμού: του Μνημείου για τους Συμιακούς και λοιπούς Δύτες που το 1900-1901 ανακάλυψαν και ανέλκυσαν τους θησαυρούς του σημαντικότερου αρχαίου ναυαγίου στον κόσμο, του Ναυαγίου των Αντικυθήρων.  Κατά τη διάρκεια της ανέλκυσης ο Γεώργιος Κρητικός Νεοφώτιστος έχασε τη ζωή του και ακόμα δύο δύτες έμειναν παράλυτοι. Η προσφορά των Δυτών αυτών στο Έθνος είναι ανεκτίμητη και διαχρονική αφού όχι μόνο ανέδειξαν τον μεγάλο αυτό αρχαιολογικό θησαυρό αλλά έθεσαν και την ίδια τους τη ζωή στην υπηρεσία της Πατρίδας κατά τη διάρκεια της ανέλκυσης του 1901.


Η Περιφέρεια Αττικής σε συνεργασία με το Δήμο Κυθήρων επεξεργάζονται ήδη την εκπόνηση αρχιτεκτονικής πρότασης για τη δημιουργία του Μνημείου.



Παράλληλα, τίθεται υπό την αιγίδα της Περιφέρειας Αττικής η ειδική τιμητική εκδήλωση που θα λάβει χώρα στα Αντικύθηρα στις 17 Αυγούστου 2015, ημέρα εορτασμού του Πολιούχου του νησιού Αγίου Μύρωνος, κατά την οποία ο Δήμος Κυθήρων θα αποδώσει στο πρόσωπο του Δημάρχου της ακριτικής Σύμης την επί 115 χρόνια οφειλόμενη τιμή για τις ηρωικές μορφές των Συμιακών Δυτών του 1900-1901 που τύχη αγαθή προσέφεραν στο Έθνος τους θησαυρούς του Ναυαγίου των Αντικυθήρων, εκ των οποίων ο μοναδικός Μηχανισμός αποτελεί πλέον ένα από τα πιο αναγνωρίσιμα ευρήματα για την Ελλάδα παγκοσμίως, την ακρόπολη της τεχνολογίας όπως χαρακτηριστικά τονίζει ο κ. Χατζηπέρος.
...................................................................................................................................................................
Το Ναυάγιο των Αντικυθήρων.

Η Ανεύρεση - Η πρώτη ανέλκυση 2 Μαΐου 2013 στις 12:43 π.μ. Τον Απρίλιο, την Μεγάλη Εβδομάδα του 1900, δύο σπογγαλιευτικά σκάφη, το «Ευτέρπη», και ο αχταρμάς «Καλλιόπη» με καπετάνιο τον Δημήτριο Κοντό με το πλήρωμα του (δύτες και ναύτες) ξεκινάνε το ταξίδι από την Σύμη με προορισμό την Μπαρμπαριά (Βόρειο Αφρική) για να αλιεύσουν σφουγγάρια. Στη πορεία του ταξιδίου λόγω σφοδρής κακοκαιρίας, ο καπετάνιος αποφασίζει να αγκυροβολήσουνε ΒΑ των Αντικυθήρων ή Τσιριγότο (εκ του ενετικού Cerigotto) στην περιοχή «Πινακάκια», 25 μέτρα από το ακρωτήριο «Γλυφάδια» εώς ότου κοπάσει η θαλασσοταραχή. Τη Μεγάλη Τρίτη 4 Απριλίου, αφού είχε καλμάρει ο καιρός, ο καπετάνιος έδωσε εντολή σε ένα δύτη του, τον Ηλία Λυκοπάντη (γνωστό και ως Σταδιώτη) να βουτήξει για να δει αν έχει κάτω σφουγγάρια. Δεν περνάνε ελάχιστα λεπτά και ο δύτης αμέσως δίνει σήμα να τον ανεβάσουν επάνω. 
Έδειχνε αλαφιασμένος και αμέσως ενημερώνει τον Δημήτριο Κοντό τι είχε δει. Βουτάει και ο καπετάνιος, έμπειρος βουτηχτής και αυτός και εντυπωσιάζεται από το αρχαίο ναυάγιο που αντίκρυσε στον επικλινή βυθό βάθους 42 μέτρων. Αμέσως ξεχωρίζει ένα μπρούτζινο άγαλμα χωμένο στον βυθό από το οποίο αποσπά το δεξί χέρι και το ανεβάζει στο πλοίο. Όλο το πλήρωμα και οι δύτες θαυμάζουν το καλοφτιαγμένο χέρι. Στην συνέχεια βάζει σημάδια στη θέση του ναυαγίου και συνεχίζουν το ταξίδι. 

Επιστρέφοντας μετά από έξι μήνες, στην Σύμη όπου εκείνη την περίοδο βρισκόταν υπό Τουρκική κατοχή το συζητάει με τους δημογέροντες του νησιού και αποφασίζεται να ενημερώσει την Ελληνική κυβέρνηση. Στις 7 Νοεµβρίου 1900, ο Δημήτριος Κοντός µε έγγραφο του ενηµέρωνε τον Σπυρίδωνα Στάη, υπουργό Εκκλησιαστικών και Δημοσίας Εκπαιδεύσεως σχετικά µε τα αρχαίο αντικείµενο το οποίο ανέσυρε από τη θαλάσσια περιοχή των Αντικυθήρων, ενώ καταδύονταν για δική τους εργασία : 

«Ο υποφαινόμενος αλιεύων σπόγγους εν ελληνικοί ύδασιν άνευρον εν τω βυθώ της θαλάσσης δεξιάν χείρα χαλκού αγάλματος κατά τι μεγαλειτέραν του φυσικού.» 

Ζητούσε επίσης από τη Γενική Εφορεία Αρχαιοτήτων την άδεια να συνεχίσει την ανέλκυση με δικά του έξοδα : «ιδία δαπάνη να ερευνήσω και ανασύρω εκ του βυθού της θαλάσσης τα τυχόν εκεί υπάρχοντα άλλα αρχαία αντικείμενα.» και στην συνέχεια ρώτησε : «ποία έσται η αμοιβή ην θέλω λάβει παρά της Ελληνικής Κυβερνήσεως εν η περιπτώσει αι ερευναί μου ήθελον στεφτεί υπό επιτυχίας.» Στις 7 Νοεμβρίου 1900, η απάντηση ήταν άµεση και θετική και υπογραφόταν από τον Υπουργό Σπυρίδωνα Στάη. Ο Υπουργός ενηµέρωσε τον καπετάνιο ότι το κράτος ήταν πρόθυµο να συνδράµει µε την αποστολή πολεµικού πλοίου και µε οποιοδήποτε άλλο µέσο προκειµένου να ανελκυθούν από τον πυθµένα τα αρχαία αγάλµατα και διευκρίνισε ότι :

 «επειδή δε η υπηρεσία ην θέλετε παράσχει τω Εθνικώ ημών Μουσείω είναι μεγάλην, διαβεβαιούμεν υμάς ότι η χορηγηθησόμενη υμίν αμοιβή θα είναι γενναία.» 

Στις 21 Νοεμβρίου 1900, ο Υπουργός ζήτησε από τον ομόλογο του επί των ναυτικών την συνδρομή πολεμικού πλοίου. Η κακοκαιρία εμπόδισε τον απόπλου του σπογγαλιευτικού καΐκιού και του οπλιταγωγού «Μυκάλη» μέχρι τις 24 Νοεμβρίου 1900. Η ανέλκυση παρουσίασε τεράστιες δυσκολίες, λόγω των αντίξοων καιρικών συνθηκών και της αδυναμίας παραμονής των δυτών στο βυθό για μεγάλο χρονικό διάστημα. Το «Μυκάλη» πλοίο μεγάλου εκτοπίσματος δεν μπορούσε να πλησιάσει τις ακτές και στις 27 Νοεμβρίου1900 επέστρεψε με όσα αρχαία είχαν ανελκυσθεί. Στις 29 Νοεμβρίου 1900, το σπογγαλιευτικό καΐκι και το ατμόπλοιο «Σύρος» προσέγγισε τον τόπο του ναυαγίου όπου και απέστειλε τηλεγραφική αναφορά προς την Γενική Εφορεία Αρχαιοτήτων. Δυστυχώς όμως η κακοκαιρία τους ανάγκασε να αποκλεισθούν στον όρμο του Αγίου Νικολάου Κυθήρων για αρκετές ημέρες :

«ευρισκόμεθα αποκεκλεισμένοι εν όρμο Αγίου Νικολάου, περί ανελκύσεως αρχαίων ούδε σκέψις δύναται να γίνη ένεκα φοβερωτάτης τρικυμίας επικρατούσης ενταύθα». Τελικά το «Σύρος» αναχώρησε για τον Πειραιά και τα ανελκυσθέντα αρχαία, προκαλώντας διαμαρτυρία του καπετάνιου πρός το υπουργείο : «αδύνατον να εργασθώμεν χωρίς συνδρομήν. Η εργασία χρειάζετε υπομονήν. Απαντήσατε. Δημήτριος Κοντός».

Στις 8 Ιανουαρίου 1901, σε τηλεγράφημα αναγγέλθηκε η ανέλκυση του «Έφηβου των Αντικυθήρων». Για την ρυμούλκηση των βαρέων αγαλμάτων χρησιμοποιήθηκαν ξανά στον τόπο του ναυαγίου το «Μυκάλη», συνοδευόμενο από το «Σύρος» και μια σκεπαστή φορτηγίδα με γερανό, ενώ λίγο αργότερα προστέθηκε και μια μικρή τορπιλοθέτιδα «Αιγιάλεια». Οι Έφοροι Αρχαιοτήτων που είχαν µεταβεί στην περιοχή για να παρακολουθήσουν από κοντά τις εργασίες του Δημ. Κοντού και των δυτών, ενηµέρωναν σχεδόν καθηµερινά, µέσω τηλεγραφηµάτων, το Υπουργείο σχετικά µε την πορεία των εργασιών. Όλα τα αντικείµενα που ανασύρονταν από το βυθό, συντάσσoνταν κατάλογός τους και αποστέλλονταν, επίσης τηλεγραφικά . 
Στις εργασίες όταν είχε παρευρεθεί και ο νομικός σύμβουλος του υπουργού Σπυρίδωνα Στάη, ο οποίος στο ημερολόγιό του μεταξύ άλλων είχε γράψει και τα εξής : 
«Είναι ακατάληπτος η φιλοπατρία των αγαθών νησιωτών, οι οποίοι όχι μόνο αδέσποτον αρχαιολογικόν θησαυρόν κατέδειξαν, αλλά και με μόχθους και κινδύνους, των οποίων την φρίκην τίποτε δεν δύναται να περιγράψει, τον αποσπούν από βάθους 35 οργυών και τον προσφέρουν στο Έθνος. Ένα μέρος των θησαυρών, εάν επώλουν εις το εξωτερικόν, θα ήρκει διά να απαλλαγούν το υπόλοιπον του βίου των, των βασάνων και των κινδύνων του φοβερότερου των επαγγελμάτων.» 
Στις 26 Φεβρουαρίου 1901, ο Αντιπρόεδρος της Αρχαιολογικής Εταιρείας γνωστοποίησε προς το υπουγείο την διάθεση να καταβάλει 500 δραχμές σε καθένα από τους επτά δύτες.
 Ο υπουργός Σπ. Στάης απάντησε με ευχαριστήριο επιστολή προς την Αρχαιολογική Εταιρεία με Αρ. Πρωτ. 3303/26-2-1901. Στις 18 Οκτώβριου 1901, μετά το πέρας της ανέλκυσης ο υπουργός συγκάλεσε την αρχαιολογική επιτροπή για τον καθορισμό της αμοιβής καπετάνιου και δυτών σύµφωνα µε το Άρθρο 37, µεταφρασµένο από την αγγλική του Νόµου ΒΜΧς «Περί Αρχαιοτήτων». 

Πρακτικό της Αρχαιολογικής επιτροπής 81/27-10-1901 : 

«η επιτροπή έχουσα υπ' όψιν το άρθρο 37 του νόμου ΒΧΜΣ' της 24 Ιουλίου 1899 σκεφθείσα ότι ο Δημήτριος Ελ. Κοντός υπέδειξε τον εν τω θαλάσση τόπον, ενω εκείτοντο τα αρχαία και ανέλαβε να παράσχει εις το Κράτος την εαυτού συνδρομήν πρός ανέλκυση αυτών, ανέλαβε δηλ. δι' ιδίων δυτών και ιδία δαπάνη να ανελκύσει αυτά, σταθμήσασα την επιστημονικήν αξίαν των υπ' αυτού ανελκυσθέντων χαλκών, μαρμάρινων και λοιπών αρχαίων, τας καταβληθείσας υπό τούτου εργασίας και γινομένας δαπάνας, αποφαίνεται όπως χορηγηθεί τω Δημ. Ελ. Κοντώ αμοιβή υπό του κράτους εν όλω εκατον πεντήκοντα χιλιάδες (αριθμ. 150.000) δια την υπόδειξιν και εργασίαν προς ανέλκυση των περίων ο λόγος αρχαία.» 

Κατά την διαδικασία καταβολής δεν έλειψαν και διαφωνίες. Στις 8 Νοεμβρίου 1901, οι δύτες προχώρησαν σε συντηρητική κατάσχεση με Αρ. Πρωτ. του υπουργείου Οικονομικών 114114/8-11-1901 κατά του Κοντού, με σκοπό την εξασφάλιση της αμοιβής τους. Οι οικονομικές οφειλές προς τους δύτες τακτοποιήθηκαν σύντομα. Στις 24 Μαίου 1914, ο καπετάνιος συντάσει μια επιστολή και την αποστέλλει στο Πρωθυπουργό Ελ. Βενιζέλο : 
«Προς την Αυτού Εξοχότητα τον Πρωθυπουργόν Κύριον Ελευθέριον Βενιζέλον» Αναφέροντας του ότι είχε ζημιωθεί 14.500 χρυσές δραχμές, εφόσον είχε χρεωθεί ο ίδιος τον εξοπλισμό, την αμοιβή των δυτών, του πληρώματος και είχε αναγκασθεί να εγκαταλείψει την Σύμη και την σπογγαλιεία για περισσότερο από ένα χρόνο και μεταξύ άλλων ανέφερε :

 «παραλείπω ότι μετά περιφρονήσεως απέρριψα την αδράν αμοιβήν ην ξένοι μοι προσέφερον, όπως υποδείξω απλώς την θέσιν των αγαλμάτων, ην υπέκρυψα μετ' άκρου ζήλου και φιλοπατρίας.»

 Επίσης ανέφερε ότι η επιτροπή όφειλε σύμφωνα μετά άρθρα 10 και 11 του νόμου «Περί Αρχαιοτήτων», να καθορίσει την αμοιβή του στο ½ της αξίας των ευρημάτων. Από τις 150.000 δραχμές της αμοιβής : «εξών αφ' ού επλήρωσα όλα τα γεγόμενα έξοδα είς τροφάς, μισθούς δυτών και πληρώματα και άλλα διάφορα, δεν μοι απέμειναν εί μόλις 10.000 χιλιάδων χρυσών δραχμών, αίτινες ήσαν μισθός ενός απλού διευθυντού αλλά δεν επήρκεσαν καν να καλύψωσι την ζημίαν». Η απάντηση ήλθε μετά από 6 μήνες. Στις 29 Δεκεμβρίου 1914, έγγραφο του Υπουργού Εκκλησιαστικών και Δημοσία ς Εκπαιδεύσεως Ιωάννου Τσιριμώκου με Αρ. Πρωτ. 36640/29-111914 προς την Δημαρχία Σύμης αναφέροντας ότι η αποζημίωση του Κοντού και των δυτών ορθώς έγινε,σύμφωνα με το άρθρο 37 του Νόμου «Περί Αρχαιοτήτων» και ότι η κυβέρνηση δεν ήταν δυνατόν να προσφέρει σημπληρωματική αποζημίωση : 

«το ελληνικόν κράτος υπεβλήθει προσθέτως και εις δαπάνας, ευρεθέν εις την ανάγκην να κρατεί προς τούτο υπαλλήλους και ατμόπλοια καθ όλον το διάστημα των εργασιών. Και επί τούτου δέον να ληφθεί υπ όψει ότι η κατάστασις του αρχαιολογικού ταμείου είνε τοιαύτη ώστε να μη επιτρέπη ατυχώς ουδέ την ελάχιστην έκτακτον δαπάνην.» 

Άρχισε ένα πολύ δύσκολο εγχείρημα, που στέφθηκε με επιτυχία, παρά τις φοβερές δυσκολίες και τα θύματα που θρήνησαν όλοι. Οι εργασίες διήρκησαν συνολικά δέκα μήνες, με την βοήθεια πλοίων του Βασιλικού Ναυτικού από τις 24 Νοεμβρίου 1900 έως τις 30 Σεπτεμβρίου 1901, με φοβερή κακοκαιρία και με τραγικές απώλειες. Τρεις βουτηχτάδες πλήρωσαν βαριά, ένας με τη ζωή του, και άλλοι δυο έμειναν παράλυτοι. Στις 9 Μαίου 1901, σε τηλεγράφημα λιτά ανακοινώθηκε ότι: «Κατάτην εργασίαν απέθανεν ο δύτης Γεώργιος Κριτικός ή Νεοφώτιστος.» Στις 31 Μαίου 1901, εξίσου συγκλονιστική στη λιτότητα της υπήρξε και η αναφορά μεΑρ. Πρωτ. 16292/31-5-1901 προς την Εφορεία Αρχαιοτήτων :

 «η εργασία όμως βαίνει πολύ βραδέως, ένεκα της ασθενείας τινών δυτών, οίτινες νοσηλεύονται. Εργάζονται δε μόνον πέντε.» 

Οι Συμιακοί δύτες καταδύονταν σε βάθος 65-70 μέτρα, όπου παρέμεναν εώς 5 λεπτά,ενώ χρειάζονταν 3 επιπλέον λεπτά για την ανάδυση και την κατάδυση. Ηταν επομένως αναγκασμένοι, σε πολλαπλές καταδύσεις καθημερινά, αντιμέτωποι με τις αντίξοες καιρικές συνθήκες, με το βάθος, με την ιλύ του βυθού, αλλά και με το μεγάλο βάρος των αντικειμένων. 

Στο τέλος του χειμώνα του 1901 ήταν προφανής η σωματική καταπόνηση τους και δικαιολογημένα τα αιτήματα τους για διαστήματα ανάπαυλας. Ηταν τόσα πολλά τα έξοδα της ανέλκυσης της οποίας είχε αναλάβει ο Δημ. Κοντός με αποτέλεσμα να μην μπορέσει να ανακάμψει οικονομικά και επιπλέον όταν επέστρεψε στο επάγγελμα του σπογγαλιέως, κατά μία τραγική συγκυρία, στην διάρκεια κατάδυσης με σκάφανδρο να υποστεί παράλυση. Στην συναισθηματικά φορτισμένη επιστολή προς τον Πρωθυπουργό Ελ. Βενιζέλο κατέληγε : 

«Πάντων ούτως εχόντων προστρέχω ευσεβάστως προς την υμ. Εξοχότητα και ικετεύω Αυτήν ταπεινώς να ευαρεστηθή και λαμβάνουσα σοβαρώς οίκτον προς ούτω δεινώς αδικηθέντα πτωχόν οικογενειάρχην, αξίωση με της δεούσης θεραπείας….χάριν της πενομένης οικογενείας μου, ην πλέον αδυνατώ να προστατεύσω, ως εκ της παραλυτικής καταστάσεως μου….» 

Τίποτε από αυτά δεν θα μπορούσε να συμβεί, χωρίς τον καπετάνιο Δημήτριο Κοντό, το πλήρωμά του και τους δύτες του, διότι χωρίς αυτούς ο Αρχαιολογικός θησαυρός των Αντικυθήρων θα βρισκόταν ακόμη στο βυθό της θάλασσας. Ανακάλυψαν το ναυάγιο και διακινδύνευσαν τις ζωές τους, στην πρώτη προσπάθεια να διασώσουν αντικείμενα από ένα βυθισμένο πλοίο. Μια τολμηρή περιπέτεια από την οποία δεν επεστρέψαν όλοι.

...................................................................................................................................................................

Γυναίκες και παιδιά ταξίδεψαν στα Αντικύθηρα

«Θυμάμαι, όταν ήμουν μικρή, τη γιαγιά μας Ειρήνη Κοντού-Ριζοπούλου να μας διηγείται ιστορίες από το ταξίδι στα Αντικύθηρα» λέει η Σεβαστή Νικόλη (φωτογραφία), ανιψιά του Δημήτρη Κοντού, που ήταν καπετάνιος στο σφουγγαράδικο «Καλλιόπη». Η γιαγιά της, σε ηλικία μόλις 13 χρόνων τότε, είχε πάει στα Αντικύθηρα μαζί με άλλες γυναίκες από τη Σύμη και εγκαταστάθηκαν στο κοντινό μικρό νησί Λιοι, όπου φρόντιζαν τους σφουγγαράδες και τους άλλους ναυτικούς. Ταξίδεψαν μέχρι εκεί με μια γαλέρα με πανιά και έφτασαν στα Αντικύθηρα ύστερα από ένα πολυήμερο και περιπετειώδες ταξίδι. Εμειναν εκεί για έναν χρόνο, όσο κράτησε η αποστολή των σφουγγαράδων για να ανασύρουν τα αρχαία ευρήματα από τον βυθό. Δουλειά τους ήταν να μαγειρεύουν και να πλένουν τα ρούχα των δικών τους ανθρώπων».
Στο ταξίδι αυτό ο καπετάνιος Δημήτρης Κοντός (που ήταν περισσότερο γνωστός με το όνομα Τράμπας) είχε μαζί του τη γυναίκα του και τα παιδιά τους, όπως και τη νεαρή αδελφή του Ειρήνη. Και η κυρία Νικόλη θυμάται από τις διηγήσεις της γιαγιάς ότι «όταν πληρώθηκαν οι σφουγγαράδες τα χρήματα ήταν μέσα σε ένα καλάθι και τα μοιράστηκαν όλοι, αλλά η οικογένεια Λινδιακού, που ήταν οι πλοιοκτήτες ("ξεκινητές", όπως τους λένε), δεν πληρώθηκε από την ελληνική κυβέρνηση».
Παρά το γεγονός ότι οι σφουγγαράδες από τη Σύμη είχαν κερδίσει χρήματα από το ταξίδι στα Αντικύθηρα, δεν σταμάτησαν να δουλεύουν. «Ολα τα επόμενα χρόνια», τονίζει η κυρία Νικόλη, «συνέχιζαν να πηγαίνουν κυρίως στα παράλια της Λιβύης και να βγάζουν σφουγγάρια και κάθε φορά είχαν - δυστυχώς -και θύματα. Περιττό, βέβαια, να σας πω ότι τώρα πια έχει εξαφανιστεί η σπογγαλιεία από τη Σύμη και τα άλλα νησιά της Δωδεκανήσου και έχουν μείνει μόνο οι αναμνήσεις από τα ανδραγαθήματα των σφουγγαράδων του νησιού».
ΠΗΓΗ : TANEA.GR
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ


ΓΙΑ ΤΟ ΣΕΛΛΑ ΜΕΣΣΗΝΙΑΣ BLOG NEWS NEMESIS ΠΟΠΗ ΤΖΑΒΑΡΗ

ΜΕΛΟΣ ΤΗΣ ΟΜΑΔΑΣ 
ΣΕΛΛΑ ΜΕΣΣΗΝΙΑΣ
BLOG NEWS NEMESIS 
( ΣΕΛΛΑ TIPS)
Tώρα είναι να μην νοιώθω περήφανη!!! Eκτος το ότι ήταν Συμιακοι είχα και συγγενείς..Δημήτριος Κοντός καπετάνιος αδελφός της προγιαγιάς μου. Φώτιος Κοντός ναύτης επίσης αδελφός της. Φώτιος Λινδιακος καραβοκύρης σύζυγος της αδελφής της Σεβαστής, επίσης κατά την ανέλκυση του ναυαγίου,  η προγιαγιά μου Ειρήνη Κοντού σε ηλικία 13 ετών βρισκόταν στα Αντικύθηρα...στις 17 Αυγούστου είμαι προσκεκλημένη επίσημα από το Δημο Αντικυθήρων, οπότε πρώτα ο θεός,  θα έχω και πλήρες ρεπορτάζ από την εκδήλωση.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Δημοσίευση σχολίου
- Παρακαλουμε αφηστε το σχολιο σας στα Ελληνικα και σε κοσμιο υφος.
Σχολια με greeklish και υβριστικου περιεχομενου θα διαγραφονται.
- H Ομαδα Διαχειρισης του Sella News Nemesis Blog δεν αντιπαρατιθεται και δεν συνδιαλεγεται με τους αναγνωστες στο πεδιο σχολιασμου,σχετικα με δημοσιευσεις και αρθρα(με μονη εξαιρεση διαδικαστικα-λειτουργικα θεματα του ιστολογιου).
- Οι αποψεις των αναγνωστων δεν αντιπροσωπευουν τις θεσεις του blog και αποτελουν αποκλειστικα προσωπικες τους τοποθετησεις

H καλύτερη εκδίκηση είναι η λήθη.... Να πνίγεις έναν εχθρό στην σκόνη της μηδαμινότητάς του. ~~ Baltasar Gracian

  Τραγικό το χάσιμο χρόνου να μαλώνεις με έναν  ανόητο και φανατικό που δε νοιάζεται για την αλήθεια, αλλά μόνο για τη νίκη των πεποιθήσεω...